- σκοντούφλα
- ηβλ. σκουντούφλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοντούφλα — η, Ν βλ. σκουντούφλα … Dictionary of Greek
σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… … Dictionary of Greek
σκουντούφλα — και σκοντούφλα, η, Ν 1. πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλημα («πήρα μια σκουντούφλα που δεν ήθελα άλλη») 2. αυτή που σκουντουφλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκόντουφλον (με προληπτική αφομοίωση του ο σε ου ) < σκότος + τύφλα … Dictionary of Greek